- αδεισιδαιμονία
- η (Α ἀδεισιδαιμονία)[ἀδεισιδαίμων]απουσία δεισιδαιμονίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδεισιδαιμονίη — ἀδεισιδαιμονία freedom from superstition fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδεισιδαίμων — ( ονος), ον (Α ἀδεισιδαίμων) αυτός που δεν κατέχεται από δεισιδαιμονία, ο ελεύθερος από δεισιδαιμονίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητικό + δεισιδαίμων. ΠΑΡ. αδεισιδαιμονία] … Dictionary of Greek